- ελαφρούτσικος
- η , ο1) лёгонький; 2) глупенький
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελαφρούτσικος — και αλαφρούτσικος, η, ο 1. ο κάπως ελαφρός ως προς το βάρος 2. (για πρόσωπα) αρκετά ανόητος, όχι πολύ σοβαρός … Dictionary of Greek
αλαφρούτσικος — η, ο [αλαφρός] ο ελαφρούτσικος* … Dictionary of Greek